- ἐνδοιάσιμος
- ἐνδοιάσιμοςdoubtfulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδοιάσιμος — ἐνδοιάσιμος, ο (Α) αμφίβολος, αυτός που προκαλεί ενδοιασμούς … Dictionary of Greek
ἐνδοιασίμως — ἐνδοιάσιμος doubtful adverbial ἐνδοιάσιμος doubtful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιάσιμον — ἐνδοιάσιμος doubtful masc/fem acc sg ἐνδοιάσιμος doubtful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιάσιμα — ἐνδοιάσιμος doubtful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)